φουμίζω

φουμίζω
μετ. хвалить, прославлять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φουμίζω" в других словарях:

  • φουμίζω — και φουμάω φούμισα, φουμίστηκα, φουμισμένος 1. φημίζω, διαφημίζω, εγκωμιάζω, επαινώ: Ποιος φουμίζει το γαμπρό; η καλή του πεθερά (παροιμ.). 2. η μτχ., φουμισμένος, η, ο ως επίθ., φημισμένος, ξακουστός, ονομαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουμίζω — ΝΜ βλ. φημίζω …   Dictionary of Greek

  • φημίζω — ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν [φῆμις] νεοελλ. 1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, τό κάνω γνωστό, τό διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.) 2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός… …   Dictionary of Greek

  • φούμισμα — το, Ν [φουμίζω] (διαλ. τ.) έπαινος, εγκώμιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»